- πόκος
- πόκος (πέκω): shorn wool, fleece, Il. 12.451†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πόκος — wool masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκος — ὁ, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόκτος, ετεροκλ. πληθ. πόκες και πόκαι, αί, Α ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου αρχ. 1. κοτσίδα κατεργασμένου ερίου, τουλούπα μαλλιού 2. παροιμ. α) «εἰς ὄνου πόκας» σε μέρος που κουρεύουν τα γαϊδούρια, δηλ. πουθενά β) «ὄνου… … Dictionary of Greek
πόκος — ο βλ. ποκάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόκας — πόκος wool masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκε — πόκος wool masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκοι — πόκος wool masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκοις — πόκος wool masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκοισιν — πόκος wool masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκον — πόκος wool masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκου — πόκος wool masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόκους — πόκος wool masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)